- πεπονόφλουδα
- η корка дыни, дынная корка;
§ πατώ την πεπονόφλουδα — попасть в ловушку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ πατώ την πεπονόφλουδα — попасть в ловушку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεπονόφλουδα — η 1. η φλούδα τού πεπονιού 2. φρ. «πάτησε την πεπονόφλουδα» έπεσε σε παγίδα, τήν έπαθε … Dictionary of Greek
πεπονόφλουδα — η 1. φλούδα του πεπονιού. 2. μτφ., σφάλμα, ατύχημα, δόλος, παγίδα: Την πάτησε την πεπονόφλουδα, την έπαθε ή έπεσε στην παγίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)